- ονειροπολώ
- (ε) αμετ. предаваться мечтам; мечтать; фантазировать; витать в облаках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ονειροπολώ — ονειροπολώ, ονειροπόλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… … Dictionary of Greek
ονειροπολώ — ησα 1. με τη φαντασία μου πραγματοποιώ τους πόθους μου, αλλ. φαντασιοκοπώ. 2. πλανιέμαι με το νου σε κόσμους φανταστικούς, ρεμβάζω: Καθισμένη στο βράχο ονειροπολούσε. 3. ποθώ κάτι πάρα πολύ: Ονειροπολώ κάθε τόσο την πατρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνειροπολῶ — ὀνειροπολέω dream pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀνειροπολέω dream pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειροπόλῳ — ὀνειρόπολος interpreter of dreams masc dat sg ὀνειροπόλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειροπόληση — η (Α ὀνειροπόλησις) [ονειροπολώ] η ενέργεια τού ονειροπολώ, το να πλάθει κάποιος κάτι ευχάριστο, στη φαντασία του, να πλανιέται στον κόσμο τών ονείρων, ρεμβασμός … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
νείρομαι — 1. ονειρεύομαι 2. ονειροπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ονείρομαι] … Dictionary of Greek
ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… … Dictionary of Greek
ονειροβατώ — έω ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + βατώ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. υπνο βατώ] … Dictionary of Greek
ονειροπόλημα — το (Α ὀνειροπόλημα) [ονειροπολώ] νεοελλ. 1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες 2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία,… … Dictionary of Greek